φανερόγαμος

φανερόγαμος
φανερόγαμος, -η, -ο και φανερογόνος, -α, -ο
(για φυτά)
1. αυτός που έχει φανερά τα πολλαπλασιαστικά του όργανα.
2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., φανερόγαμα, τα και φανερογόνα, τα άθροισμα φυτών των οποίων τα αναπαραγωγικά όργανα είναι ορατά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φανερόγαμος — η, ο, Ν 1. (για φυτά) αυτός τού οποίου τα αναπαραγωγικά όργανα είναι εμφανή 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φανερόγαμα (βοτ.) ονομασία που χρησιμοποιείται σε παλαιότερα συστήματα ταξινόμησης τών φυτών και η οποία αναφέρεται στα φυτά στα οποία τα… …   Dictionary of Greek

  • φανερογόνος — α, ο, Ν βοτ. φανερόγαμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φανερός + γόνος < γίγνομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Σπ. Μηλιαράκη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”